- ποιμνίτας
- ποῑμνίτᾱς , ποιμνίτηςshepherds'masc acc plποῑμνίτᾱς , ποιμνίτηςshepherds'masc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.